ὑπερουσίου

ὑπερουσίου
ὑπερούσιος
above Being
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • υπερουσιότητα — η / ὑπερουσιότης, ητος, ΝΜΑ [ὑπερούσιος] εκκλ. (για τον Θεό) η ιδιότητα τού υπερούσιου …   Dictionary of Greek

  • υπερούσιος — α, ο / ὑπερούσιος, ον, ΝΜΑ εκκλ. (ως προσωνυμία τού Θεού) 1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος 2. (κατ επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.) μσν. 1. πάμπλουτος 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • υπερούσιος — α, ο 1. αυτός που είναι πέρα από την ουσία (ύλη), ο άυλος, ο απρόσιτος στη γνώση (ως επίθ. του Θεού). 2. το ουδ. ως ουσ., υπερούσιο η ιδιότητα του υπερούσιου Θεού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”